- μαχαιροπώλης
- μαχαιροπώλης, ὁ (Α)πωλητής μαχαιριών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + -πώλης (< πωλῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαχαιροπώλης — cutler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… … Dictionary of Greek
μαχαιροπωλείο(ν) — μαχαιροπωλεῑον και μαχαιροπώλιον, τὸ (Α) [μαχαιροπώλης] το κατάστημα στο οποίο πωλούνταν μαχαίρια … Dictionary of Greek